- φύζαν
- φύζᾱν , φύζαheadlong flightfem acc sg (doric aeolic)φύ̱ζᾱν , φῦζαheadlong flightfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιόσσομαι — ἐπιόσσομαι (Α) [όσσομαι] 1. έχω κάτι μπρος στα μάτια μου, βλέπω, παρατηρώ («τὼ δ’ ἐπιοσσομένω θάνατον καὶ φύζαν ἑτάρων», Ομ. Ιλ.) 2. βλέπω κάποιον με σταθερό βλέμμα 3. μτφ. επιζώ, ζω, βλέπω το φως τού ήλιου … Dictionary of Greek